χάσικος, -η, κ. -ια, -ο, επίθ. [<τουρκ. has + κατάλ. -ικος], (στη γλώσσα της αργκό) που είναι καθαρός, διαλεκτός, εκλεκτός, ξεχωριστός: «χάσικο αλεύρι». (Λαϊκό τραγούδι: η Έλλη, θέλει ζάχαρη και χάσικο αλεύρι, να κάνει τα γλυκίσματα να στέλνει του Λευτέρη // να τα πιάσω να τα δείρω τα μπαγάσικα, να τα δώσω δυο χαστούκια να ’ναι χάσικα). Από το ότι το ψωμί που γινόταν από χάσικο αλεύρι ήταν εκλεκτό και αγοραζόταν από τους πλούσιους και την αριστοκρατία·
- χάσικη γκόμενα, (στη γλώσσα της αργκό) χαρακτηρίζει την πολύ όμορφη γυναίκα: «έβγαλε μια χάσικη γκόμενα, κι όλη στην παρέα του έχουν σκάσει απ’ τη ζήλια τους». Από το ότι από τις αρχές του αιώνα και μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια η κάτασπρη και παχουλή γυναίκα θεωρούνταν πως ήταν πολύ όμορφη, ήταν μέσα στη μόδα της εποχής και τραβούσε τους άντρες. Παρόμοιες λευκές και στρουμπουλές γυναίκες, μπορούμε να δούμε στις προπολεμικές καρτ ποστάλ, που φωτογραφίζονταν γυμνές·   
- χάσικο ψωμί, το λευκό ψωμί: «έχει αδυναμία στο χάσικο ψωμί». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι άσπρη σαν φραντζόλα, σαν το χάσικο ψωμί, κι όποιος σε κοιτάζ’ εσένα, τονε ζώνουν οι καημοί).